γιατί

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source

Greek Monolingual

(μόρ. και σύνδ.)
Ι. (ως ερωτημ. μόρ.) (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις)
1. για ποιόν λόγο;
2. για ποιό ή με τί σκοπό; II. (ως σύνδ. αιτιολογικός)
1. (σε εξαρτημένες αιτιολογικές προτάσεις ή αποκρίσεις) επειδή, διότι, για τον λόγο ότι...
2. (με άρθρο το ουδ. ως ουσ.) το γιατί (πληθ. τα γιατί)
λόγος, αιτία, δικαιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. το μόριο γιατί < (αρχ. φρ.) διά τι, ενώ ο αιτιολογικός σύνδεσμος γιατί < φρ. για ότι].