τσίπουρο

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

το, Ν
1. συν. στον πληθ. τα τσίπουρα
υπολείμματα από το πάτημα τών σταφυλιών, τα στέμφυλα
2. συνεκδ. οινοπνευματώδες απόσταγμα από στέμφυλα που έχουν υποστεί ζύμωση, αλλ. τσικουδιά ή ρακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκοταταρ. sapre. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συγγενεύει με τον τ. σίκερα «οινοπνευματώδες ποτό τών αρχ. Εβραίων» με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. τσυρίζω: συρίζω) και δυσερμήνευτη τροπή του -ε-σε -ου-].