λιμενικός
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό σώμα» — σώμα στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες του πολεμικού ναυτικού
β. «λιμενικά τέλη» — τα τέλη που εισπράττονται για λογαριασμό του λιμενικού ταμείου, από τα πλοία που προσορμίζονται σε ένα λιμάνι
γ) «λιμενική αρχή» — η κρατική υπηρεσία που διοικεί ένα λιμάνι)
2. το αρσ. ως ουσ. ο λιμενικός
α) αξιωματικός, υπαξιωματικός ή άνδρας του λιμενικού σώματος
β) εργαζόμενος της κεντρικής υπηρεσίας ή άλλων ειδικών υπηρεσιών του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 το Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].