ανθρακοφόρος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
-α, -ο
1. ανθρακούχος
2. αυτός που μεταφέρει γαιάνθρακες, («ανθρακοφόρα πλοία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται στην Ακολουθία της οσίας Φιλοθέης, που εκδόθηκε το 1717 (θεοδόχος ανθρακοφόρος λαβίς «η Παναγία»)].