λήναιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

λήναιος, -αία, -ον (Α) Λήναι
ως κύριο όν. α) (το ουδ. πληθ.) τὰ Λήναια (ενν. ἱερά)
εορτή στην Αθήνα που γινόταν τον μήνα Γαμηλιώνα προς τιμήν του Βάκχου και κατά την οποία τελούνταν δραματικοί αγώνες, ιδίως μεταξύ των κωμικών ποιητών
β) (το ουδ. εν.) τὸ Λήναιον
τόπος στην Αθήνα όπου γιορτάζονταν τα Λήναια
γ) (το αρσ.) Λήναιος ή Ληναῑος
i) προσωνυμία του Διονύσου
ii) ονομασία ενός μήνα στο ασιατικό ημερολόγιο.