κοσμοποιός

From LSJ
Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοποιός Medium diacritics: κοσμοποιός Low diacritics: κοσμοποιός Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kosmopoiós Transliteration B: kosmopoios Transliteration C: kosmopoios Beta Code: kosmopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A creating the world, Placit.1.25.3, Dam.Pr.309, al.; θεός Theol.Ar.43: Subst. -ποιός, ὁ, creator, Ph.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὸν κόσμον, Παρμενίδ. παρὰ Πλουτ. 2. 884Ε.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui crée le monde.
Étymologie: κόσμος, ποιέω.

Greek Monolingual

κοσμοποιός, -oν (ΑM)
αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοσμοποιός
ο πλάστης του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωο-ποιός, θεο-ποιός.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοποιός: творящий вселенную, созидающий мир (ἀνάγκη Plut.).