εξάμηνος

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος
2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή»
«εξάμηνο περιοδικό»)
3. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα
το μνημόσυνο που γίνεται έξι μήνες μετά τον θάνατο
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξάμηνο(ν)
η εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
μσν.-αρχ.
(το ουδ. ως χρον. επίρρ.) ἑξάμηνον
επί έξι μήνες
αρχ.
1. αυτός που έχει ηλικία έξι μηνών
2. το αρσ. ως ουσ.ἑξάμηνος (χρόνος)
εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
επίσης το θηλ. ἑξάμηνος (ώρη) (Ηρόδ.).