κοτσίδα

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

η
1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών
2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή του -τ(τ)ι- σε -τσι- (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα].