Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
θάτερος, -έρα, -ον (AM)
έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» — το ένα από τα δύο).
επίρρ...
θατέρως (Α)
1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
2. εξάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ. άτερος της αντ. έτερος].