μηνίγγι

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον)
η μήνιγγα
αρχ.
υποκορ. του μῆνιγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ-ιον, υποκορ. του μῆνιγξ, -ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή του -ν- σε -λ-, ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή του -η- σε -ε- από την επίδραση του ακολουθούντος -λ- (πρβλ. και θηλιά > θελιά)].