ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
Source
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. de ὀνίναμαι ou de ὄνομαι.
English (Autenrieth)
see ὄνομαι.
Greek Monotonic
ὤνατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ του ὄνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὤνατο:
I 3 л. sing. aor. к ὄνομαι.
II 3 л. sing. aor. med. к ὀνίνημι.