αρραβωνίζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ἀρραβωνίζω, Α -ομαι) αρραβών
1. αρραβωνιάζω
2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» — γι' αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες)
αρχ.-μσν.
αρραβωνίζομαι
1. εγγυώμαι, αποδέχομαι
2. αρραβωνιάζομαι («ἀρραβωνίζεται ὁ δοῡλος τοῦ Θεοῡ... τὴν δούλην τοῦ Θεοῡ...»).