επαναγωγή

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

η (AM ἐπαναγωγή) επανάγω
επαναφορά, αποκατάσταση
νεοελλ.
επιστροφή, επάνοδος
αρχ.
1. η αποκατάσταση του ανθρώπου («γενόμενος ἄνθρωπος [ὁ Ἰησούς] ἐπ' ἀναγωγῆ τοῦ ἄνθρωπείου γένους», Ιουστ.)
2. επίθεση με πολεμικά πλοία («διὰ τὴν τῶν Κορινθίων οὐκέτι ἐπαναγωγήν, διεκρίθησαν ἀπ' ἀλλήλων», Θουκ.)
3. έξαρση, ανύψωση
4. (ρητ.) επιστροφή στο κύριο θέμα.