επαναγωγή
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἐπαναγωγή) επανάγω
επαναφορά, αποκατάσταση
νεοελλ.
επιστροφή, επάνοδος
αρχ.
1. η αποκατάσταση του ανθρώπου («γενόμενος ἄνθρωπος [ὁ Ἰησούς] ἐπ' ἀναγωγῆ τοῦ ἄνθρωπείου γένους», Ιουστ.)
2. επίθεση με πολεμικά πλοία («διὰ τὴν τῶν Κορινθίων οὐκέτι ἐπαναγωγήν, διεκρίθησαν ἀπ' ἀλλήλων», Θουκ.)
3. έξαρση, ανύψωση
4. (ρητ.) επιστροφή στο κύριο θέμα.