κατακεντώ

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

κατακεντῶ, -έω (AM)
μσν.
1. κατατρυπώ
2. παθ. κατακεντοῦμαι, -έομαι
υποφέρω
αρχ.
1. διατρυπώ
2. κατατοξεύω
3. ερεθίζω, ενοχλώ
4. παθ. πλήττομαι με μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεντῶ «νύσσω, κεντρίζω»].