κρηπιδαῖον
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
τό,
A basement of a house, Lys.Fr.185 S.:—also κρηπῑδ-ειον, IG14.915 (Ostia).
Greek (Liddell-Scott)
κρηπῑδαῖον: τό, ἡ κρηπίς, τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.
Greek Monolingual
κρηπιδαῑον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α)
η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + κατάλ. -αῖον (πρβλ. καλαμ-αίον, λιμν-αίον)].
Russian (Dvoretsky)
κρηπῑδαῖον: τό основание дома Lys.