ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
subs.
B. ἀμέλεια, ἡ, ἀφυλαξία, ἡ, ἀπρονοησία, ἡ. extravagance: P. ἀσωτία, ἡ.