ἐφερμηνεύω
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
A interpret, τί τινι Philostr. VA3.25: abs., τοῦ -οντος δεῖσθαι Philostr. Jun.Im.8, cf. Phlp. in APo.435.30.
German (Pape)
[Seite 1115] noch dazu, weiter erklären, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφερμηνεύω: ἐπεξηγοῦμαι, Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 306D. - Ἐν τῷ Παθ., Ψελλ. Σύνοψ. Νόμ. 595.
Greek Monolingual
ἐφερμηνεύω (Α)
ερμηνεύω, επεξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑρμηνεύω.