grasp
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι (acc. or gen.), V. ἀντιλάζυσθαι (gen.); see seize.
touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ψαύειν (gen.) (rare P.), θιγγάνειν (gen.) (Xen. also but rare P.), προσθιγγάνειν (gen.); see touch.
embrace: P. and V. ἀσπάζεσθαι, V. περιπτύσσειν (Plat. also but rare P.), προσπτύσσειν, ἀμφιβάλλειν, περιβάλλειν, ἀμπίσχειν.
grasp with the mind: P. and V. μανθάνειν, συνιέναι (acc. or gen.), ὑπολαμβάνειν (rare V.), ἅπτεσθαι (gen.), νοεῖν (or mid.), ἐννοεῖν (or mid.), Ar. and P. διανοεῖσθαι, P. καταλαμβάνειν, συλλαμβάνειν, κατανοεῖν, καταμανθάνειν, ἐφάπτεσθαι (gen.), V. συναρπάζειν φρενί.
V. intrans. be grasping: P. πλεονεκτεῖν.
subs.
embrace: P. and V. περιβολαί, αἱ (Xen.), V. ἀσπάσματα, τά, περιπτυχαί, αἱ, ἀμφιπτυχαί, αἱ.
mental grasp, perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ.
mental capacity: P. and V. φρόνησις, ἡ.