agree
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English > Greek (Woodhouse)
v. intrans.
say ditto: P. and V. συμφαναι, Ar. and P. ὁμολογεῖν, P. συνομολογεῖν, Ar. and V. ὁμορροθεῖν.
agree with (a person or thing said): P. and V. συμφάναι (dat.), Ar. and P. ὁμολογεῖν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), συναγορεύειν (dat.), V. προσᾴδειν (dat.), συναινεῖν (dat.).
correspond (with): P. and V. συμφέρειν, or pass. (dat.), συμβαίνειν (dat.), συντρέχειν (dat.), συμπίπτειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν (dat.), συγκόλλως ἔχειν (absol.); see correspond.
hold same views: P. ὁμονοεῖν, P. and V. ταὐτὰ φρονεῖν.
consent: P. ὁμολογεῖν, P. and V. συγχωρεῖν, συναινεῖν (Plat.), V. συννεύειν.
consent to: P. and V. συναινεῖν (acc.) (Xen.), ἐπινεύειν (acc.), καταινεῖν (acc. or dat.), συγχωρεῖν (dat.); see consent.
promise: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ἐπαγγέλλεσθαι; see promise.
make an agreement: P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι, συγχωρεῖν, P. ὁμολογεῖν, διομολογεῖσθαι.
agree in wishing: P. and V. συμβούλεσθαι (Plat.), Ar. and V. συνθέλειν.
agree to, accept: P. and V. δέχεσθαι, ἐνδέχεσθαι; see accept.
agree with, suit: P. and V. ἁρμόζειν (dat.).
settle with: P. and V. συντίθεσθαι (dat.), συμβαίνειν (dat.); see covenant.