κρυσταλλίζω

Revision as of 20:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

   A to be clear as crystal, Apoc.21.11.

German (Pape)

[Seite 1516] hell, durchsichtig wie Krystall sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλίζω: εἶμαι καθαρὸς ὡς κρύσταλλοςὅμοιος κρυστάλλῳ, Ἀποκ. 21. 11.

French (Bailly abrégé)

être brillant ou transparent comme le cristal.
Étymologie: κρύσταλλος.

English (Strong)

from κρύσταλλος; to make (i.e. intransitively, resemble) ice ("crystallize"): be clear as crystal.

English (Thayer)

(κρύσταλλος, which see); to be of crystalline brightness and transparency; to shine like crystal: Revelation 21:11. (Not found elsewhere.)

Greek Monolingual

κρυσταλλίζω) κρύσταλλος
είμαι καθαρός και διαφανής σαν κρύσταλλο ή όμοιος με κρύσταλλο.

Greek Monotonic

κρυσταλλίζω: μέλ. -σω, είμαι κρυστάλλινα καθαρός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλίζω: быть прозрачным как кристалл (λίθος ἵασπις κρυσταλλίζων NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυσταλλίζω [κρύσταλλος] glashelder zijn.

Middle Liddell

κρυσταλλίζω, fut. -σω
to be clear as crystal, NTest.

Chinese

原文音譯:krustall⋯zw 克呂士他利索

詞類次數:動詞(1)

原文字根:結冰 讓(化)

字義溯源:使如冰,明如水晶;源自(κρύσταλλος)=冰,水晶);而 (κρύσταλλος)出自(κρούω)X*=冰凍)

出現次數:總共(1);啓(1)

譯字彙編

1) 明如水晶(1) 啓21:11