ψευδόμαρτυς
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Russian (Dvoretsky)
ψευδόμαρτυς: ῠρος adj. основанный на лжесвидетельстве (τιμαί Plut.).
ῠρος ὁ лжесвидетель Plat.
Chinese
原文音譯:yeudom£rtur 普修多-馬而替而
詞類次數:名詞(3)
原文字根:假-印證(者)
字義溯源:假見證,作假見證的,妄作見證;由(ψευδής)=不真實)與(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)組成,而 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)*=撒謊)
出現次數:總共(3);太(2);林前(1)
譯字彙編:
1) 作假見證(3) 太26:60; 太26:60; 林前15:15