εξώνηση

Revision as of 16:43, 8 October 2019 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English

repurchase

Greek Monolingual

η (Μ ἐξώνησις) εξωνούμαι
αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία
νεοελλ.
1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή δήλωσή του να επαναγοράσει το πωληθέν πράγμα
2. εξαγορά, διαφθορά με χρήματα.