подвижной
From LSJ
Russian > Greek
πλανησίεδρος, περιπολαῖος, εὔζωνος, ἐΰζωνος, εὐπεριάγωγος, μεταβλητικός, εὐκίνητος, εὐάγητος, εὐαγής, πλανητικός, εὐσταλής
πλανησίεδρος, περιπολαῖος, εὔζωνος, ἐΰζωνος, εὐπεριάγωγος, μεταβλητικός, εὐκίνητος, εὐάγητος, εὐαγής, πλανητικός, εὐσταλής