разбегаться
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
Russian > Greek
ἀναφεύγω, διαπέρχομαι, διαδιδράσκω, διαδιδρήσκω, διατρέω, διαχέω, διαπίπτω, ἀποσκεδάννυμι, διαρρέω