основательный
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Russian > Greek
ἀξιόχρεως, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἱστορικός, ἀσφαλής, σφυρήλατος, εὔλογος, σπουδαστικός, ἐμμελής, ἐμβριθής, πλατύς