великолепие
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Russian > Greek
λαμπρόν, διαπρεπές, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλεῖον, προστασία, ἀρετή, μεγαλοψυχία, σχηματισμός, λαμπρότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη