οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
εὔτακτος, εὐδίαιτος, νήπτης, νηπτικός, νηφαλιεύς, ὀλιγαρκής, σώφρων, σαόφρων, ἐγκρατής, ἐμμελής