высыхать
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
Russian > Greek
ἐπιξηραίνω, ἀποσκέλλομαι, σκελετεύομαι, ἐνσκέλλω, προσαυαίνομαι, κατασβέννυμι, κατασβεννύω, ἐξικμάζω, ἀποξηραίνω, ἐξαυχμόομαι, καταξηραίνω, αὐαίνω, αὑαίνω