ἐξικμάζω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξικμάζω Medium diacritics: ἐξικμάζω Low diacritics: εξικμάζω Capitals: ΕΞΙΚΜΑΖΩ
Transliteration A: exikmázō Transliteration B: exikmazō Transliteration C: eksikmazo Beta Code: e)cikma/zw

English (LSJ)

(ἰκμάς)
A send forth moisture, cause to exude, ἡ θερμότης ἐ. τὸ ὑ γρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arist.GA718b19; τὸ σπέρμα ib.727b24, cf. HA583a11:—Pass., ἐξικμάζομαι to be exuded or be evaporated, Id.Mete.385b8, Sens. 443a14.
2 intr. in Act., = Pass., Id.Mete.384b9, Pr.930b34.
II deprive of moisture, suck dry, Id.HA594a13; ἐ. τὴν ὑγρότητα Thphr. CP4.8.4 (cod. Urb.):—Pass., ἐξικμασμένη τροφή = digested food, Pl.Ti.33c, Arist.PA675b31; τὰ παλαιὰ σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναυιν Id.Pr. 924b30; lose all moisture, Thphr. HP 5.7.4, 7.5.1; of athletes, τοῦ περιττοῦ ἐξικμάζεσθαι Philostr.Gym.58.
III in E.Andr.398, ἐξικμάζω seems to be corrupt (perhaps for ἐξιχμάζω).

German (Pape)

[Seite 882] 1) eine Feuchtigkeit von sich geben, ausschwitzen, Arist. H. A. 7, 2 u. öfter; verdunsten, verdampfen, διαπέπνευκε καὶ ἐξίκμακε τὸ πλεῖστον τοῦ γλυκέος id. probl. 22, 9. – 2) austrocknen, verzehren; Plat. ἐξικμασμένη τροφή Tim. 33 c; Arist. H. A. 8, 4 u. Sp. – Bei Eur. Andr. 398, ἀτὰρ τί ταῦτ' ὀδύρομαι, τὰ δ' ἐν ποσὶν οὐκ ἐξικμάζω καὶ λογίζομαι κακά, vom Schol. δακρύω u. ἀναζητῶ erkl., ist vielleicht die Lesart verderbt.

French (Bailly abrégé)

dessécher.
Étymologie: ἐξ, ἰκμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξικμάζω:
1 испускать влагу (ὑπὸ θερμότητος Arst.);
2 испарять (τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Arst.); pass. испаряться (ἐκ τῶν κατακαομένων Arst.);
3 высушивать (τι Arst.);
4 тж. med.-pass. ἐξικμάζεσθαι = высыхать, сохнуть (τῷ θέρει Plut.; τροφὴ ἐξικμασμένη Plat., Arst.);
5 оплакивать (τι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξικμάζω: μέλλ. -άσω, πέμπω ἔξω τὴν ἰκμάδα, προξενῶ ἐξίδρωσιν, ἡ θερμότης ἐξ. τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 8, 5, πρβλ. 1. 19, 20, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 10 κ. ἀλλ.: - Παθ., ἐξέρχομαι ὡς ἱδρὼς ἢ ὑγρασία, ἐξατμίζομαι, ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 9, 1, π. Αἰσθ. 4, 4. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ. = τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς Μετεωρ. 4. 7, 14, Προβλ. 22. 9. ΙΙ. ἀφαιρῶ τὴν ὑγρασίαν, Λατ. exsugere, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 2· ἐξ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 4 (Κῶδ. Urb.): - Παθ., ἐξικμασμένη τροφή, πεπεμμένη, χωνευμένη, Πλάτ. Τίμ. 33C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· τὰ παλαιά σπέρματα ἐξίκμασται τὴν δύναμιν ὁ αὐτὸς Προβλ. 20. 17. ΙΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 398, τὸ ἐξικμάζω φαίνεται ὅτι εἶναι ἐφθαρμένον, προετάθησαν δὲ ὑπὸ τῶν κριτικῶν παντοῖαι διορθώσεις, ὡς π.χ. ἐξιχνεύω, ἐξετάζω, ἀκμάζω, ἐξιθμάζω, κλ., ἀλλ’ οὐδεμία ἐγένετο ὁριστικῶς δεκτή.

Greek Monolingual

ἐξικμάζω (Α)
1. απορροφώ την υγρασία («ἡ θερμότης ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῦ γεώδους», Αριστοτ.)
2. αποβάλλω υγρασία
3. ξεραίνω, στεγνώνω («ἡ ἅλμη... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.)
4. (για σπέρμα) ξεραίνομαι και χάνω τη δύναμή μου
5. αναζητώ, ερευνώ («τάδ' ἐν ποσὶν οὐκ ἐξικμάζω καὶ λογίζομαι κακά», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. εξ + ικμάζω «υγραίνω, βρέχω» (< ικμάς «υγρασία»)].