неприязненный
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Russian > Greek
ἐχθρός, ἀντίβιος, ἄφιλος, ἀνεπιτήδειος, ἀνεπιτήδεος, ἀστεργής, δύσνοος, δύσνους, δυσμενής, ἀνάρσιος