δύσνους
From LSJ
English (LSJ)
-ουν, contr. for δύσνοος; ill-affected, disaffected.
English (Woodhouse)
disaffected, disloyal, hostile, ill-disposed, malevolent, unfavourable, unfriendly, biassed unfavorably, biassed unfavourably, unfavorable
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. δύσνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM δύσνους, -ουν
Α και -οος, -οον)
νεοελλ.
βραδύνους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το μίσος, η έχθρα
αρχ.
δυσμενής.
German (Pape)
zusammengezogen aus δύσνοος.
Russian (Dvoretsky)
δύσνους: стяж. к δύσνοος.