преуспевать
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Russian > Greek
εὐπορέω, κατευστοχέω, προβιβάζω, εὐοδόω, ἐπιδίδωμι, προκόπτω, εὐτυχέω, κατευτυχέω, τυγχάνω, ἀρετάω, κατατυγχάνω, εὐδαιμονέω