пугливый
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
τρήρων, εὐπτόητος, ἀπαράμυθος, ὑπόπτης, ὑπόπτας, ψοφοδεής, πτώξ, πτωκός, δειματόεις, πτάξ, πτυρτικός, φυζακινός, δειμαλέος