πτυρτικός

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτυρτικός Medium diacritics: πτυρτικός Low diacritics: πτυρτικός Capitals: ΠΤΥΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ptyrtikós Transliteration B: ptyrtikos Transliteration C: ptyrtikos Beta Code: pturtiko/s

English (LSJ)

πτυρτική, πτυρτικόν, timorous, Arist.Mir.846b35, Str.6.1.13, Eust.ad D.P.373.

German (Pape)

[Seite 811] leicht scheu werdend; Arist. mirab. 169; Strab. 6, 1, 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s'effraie facilement, timoré.
Étymologie: πτύρω.

Russian (Dvoretsky)

πτυρτικός: пугливый, робкий (sc. ἵπποι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πτυρτικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως πτυρόμενος, τρομάζων, ἵπποι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 169, Στράβ. 263, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 373.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πτύρομαι
αυτός που εύκολα τρομάζει, φοβιτσιάρης.

Greek Monotonic

πτυρτικός: -ή, -όν, τρομαγμένος, σε Στράβ.

Middle Liddell

πτυρτικός, ή, όν [from πτύ¯ρομαι]
timorous, Strab.