поклонник
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Russian > Greek
φίλος, προσκυνητής, ἐραστής, ἐραστάς, ἐπιθυμητής, θαυμαστής, θεραπευτής, ζηλωτής, θιασώτης
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
φίλος, προσκυνητής, ἐραστής, ἐραστάς, ἐπιθυμητής, θαυμαστής, θεραπευτής, ζηλωτής, θιασώτης