воздаяние
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Russian > Greek
τίσις ;; ἀντιμισθία ;; ἀντίδοσις ;; ἀνταπόδομα ;; μισθαποδοσία ;; ἀμοιβή ;; ἀντίποινα ;; ἀντάποινα ;; ὀψώνιον ;; λύτρον ;; ῥύσιον ;; ἄποινα ;; ἀνταπόδοσις ;; ἀπόλαυσις ;; νέμεσις ;; τιμή ;; ποινή