νέμεσις
English (LSJ)
νεμέσεως, ἡ, Ep. dat.
A νεμέσσι Il.6.335: (νέμω):—prop., like νέμησις, distribution of what is due; but in usage always retribution, esp. righteous anger aroused by injustice, not used of the gods in Hom.; ν. δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται Od.2.136, cf. 22.40, Il.6.351; αἰδῶ καὶ νέμεσιν (where αἰδῶ is subjective, νέμεσιν objective) 13.122 (the two personified, Hes.Op.200): c. gen. obj., Τρώων χόλῳ οὐδὲ νεμέσσι Il.6.335; especially in phrase οὐ νέμεσις = it is no cause for anger that... c. inf., οὐ γάρ τις ν. φυγέειν κακόν 14.80: c. acc. et inf., 3.156; πενθεῖν οὐ χρή· ν. γάρ S.OC1753 (anap.); τίς τάδε ν. στυγεῖ; A.Th.235 (lyr.); later, of the wrath of the gods, ἐκ θεοῦ νέμεσις Hdt.1.34; θεῶν νέμεσις S.Ph.518 (lyr.), 602, cf. OGI383.115 (Nemrud Dagh, i B.C.); also ἡ ἐκ τοῦ νόμου νέμεσις Ael.VH6.10; indignation at undeserved good fortune, ν. μεσότης φθόνου καὶ ἐπιχαιρεκακίας Arist.EN1108a35.
B Νέμεσις, εως, ἡ, as pr. n., voc. Νέμεσι S.El.792:—Nemesis, the impersonation of divine retribution, coupled with Αἰδώς, Hes. Op.200 (v. supr.), cf. Th.223; ὑπέρδικος Νέμεσις Pi.P.10.44; Ἀδράστεια καὶ Νέμεσις SIG2940.16 (Cos): in Trag. and later writers freq. avenger of the dead, A.Fr.266, etc.; ἔστι γὰρ ἐν φθιμένοις N. μέγα Epigr.Gr.367.9; Νέμεσι τοῦ θανόντος S.l.c.: in plural, κάλλους εἰσί τινες Νεμέσεις; AP11.326 (Autom.); two were worshipped at Smyrna, Paus.7.5.2, cf. CIG2663 (Halic.), IGRom.4.1431.5 (Smyrna), AP12.193 (Strat.), Supp.Epigr.4.277 (Panamara).
2 Astrol., name of the seventh κλῆρος (τοῦ Κρόνου) Paul.Al.K.3, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.1.160, 168, cf. Vett.Val.2.22.
C Pythagorean name for five, Theol.Ar.31.
German (Pape)
[Seite 239] ἡ, ep. auch bes. dat. νεμέσσει, eigtl. von νέμω, das Zuteilen des Gebührenden, Plut. Symp. 8, 2, 2; – 1) der gerechte Unwille, den man über ein Unrecht, etwas Ungebührliches, Unschickliches empfindet, Entrüstung und ausgesprochener Tadel, bes. Unwille über unverdientes Glück oder unwürdigen Gebrauch desselben, nach Arist. Eth. 2, 7, 15 als Tugend in der Mitte stehend zwischen φθόνος, Reid, und ἐπιχαιρεκακία, Schadenfreude, vgl. rhet. 2, 9; neben χόλος, Il. 6, 335; νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται, Od. 2, 136, vgl. 22, 40; die Rache, Ahndung der Götter, τὰν θεῶν νέμεσιν ἐκφυγών, Soph. Phil. 514. 598; Eur. Gr. 1362. Auch Mißgunst, Neid, τί τάδε νέμεσις στυγεῖ, Aesch. Spt. 217; Soph. Phil. 514; Eur. Or. 1362; auch Strafe, μετῆλθεν αὐτὸν ἡ ἐκ τοῦ νόμου ν., Ael. V. H. 6, 10. – 2) das was gerechten Unwillen verdient, der Gegenstand gerechten Unwillens; οὐ νέμεσις, man darf es nicht übel nehmen, nicht tadeln, es ist nicht zu mißbilligen, zu verdenken, c. inf., οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακόν, Il. 14, 80 Od. 1, 350. 20, 330; acc. c. inf., οὐ νέμεσις, Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν, Il. 3, 156; εἰ δ' ἔπεστι νέμεσις, οὐ λέγω, wenn man nicht darf, si nefas est, Soph. El. 1459; O. C. 1750. – Daher auch 3) Unwille über ein selbstbegangenes Unrecht, Scheu vor strafwürdigen Handlungen, Ehr- und Rechtsgefühl; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος αἰδῶ καὶ νέμεσιν, Il. 13, 122, vgl. ὃς ᾔδη νέμεσιν καὶ αἴσχεα πόλλ' ἀνθρώπων, Il. 6, 351. – Personificirt, Nemesis, bei Hes. O. 202 neben Αἰδώς, die sittliche Scheu; nach Hes. Th. 223 ist sie die Tochter der Nacht. – Bei den Folgenden wie den Tragg. ist sie die Glück und Recht gleich verteilende Göttinn, die bes. das Übermaß im Menschenleben haßt und aufhebt, den aus großem Glück entstehenden Übermuth der Menschen bestraft und überhaupt darauf sieht, daß der Mensch sich nicht überhebe und nicht über die ihm von der Gottheit gesteckten Gränzen hinausgehe; φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν, Pind. P. 10, 44; Aesch. frg. 244; Soph. El. 782. Vgl. Mesomed. hymn. auf die Nemesis.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
propr. justice distributive d'où
I. indignation que cause l'injustice ou particul. le bonheur immérité, p. suite :
1 jalousie, envie;
2 châtiment infligé par les dieux, vengeance divine;
II. sujet d'indignation οu objet d'envie : οὐ νέμεσις (ἐστί) avec l'inf. ou avec une prop. inf. il ne faut pas s'indigner ou s'étonner si, etc.
III. sentiment d'indignation, sentiment de pudeur, sentiment d'horreur du mal.
Étymologie: νέμω.
Russian (Dvoretsky)
νέμεσις: эп. νέμεσσις, εως ἡ
1 (справедливое) негодование, (заслуженное) порицание, (праведный) гнев (οὐδέτερος νέμεσιν διέφυγεν Plut.): ν. μεσότης φθόνου καὶ ἐπιχαιρεκακίας Arst. негодование одинаково далеко как от зависти, так и от злорадства; Τρώων χόλῳ καὶ νεμέσσει Hom. от злобы и негодования на троянцев;
2 воздаяние, возмездие, кара (θεῶν Soph.);
3 повод к порицанию, причина негодования, т. е. грех (οὔ τις ν. φυγέειν κακόν Hom.): εἰ δ᾽ ἔπεστι ν. Soph. если этого нельзя (делать); πενθεῖν οὐ χρή ν. γάρ Soph. не надо предаваться горю: это - грех;
4 стыд, укоры совести (αἰδὼς καὶ ν. Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νέμεσις: -εως, ἡ, Ἐπικ. δοτ. νεμέσσει Ἰλ. Ζ. 335: (νέμω, ἴδε Κούρτ. ἀρ. 431)· ― κυρίως ὡς τὸ νέμησις, ἀπονομὴ τοῦ ὀφειλομένου· ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀείποτε, δικαία ἀγανάκτησις, ὀργὴ ἢ ἀποστροφή, ὀργὴ πρός τι ἄδικον ἢ ἀνάρμοστον, δικαία μέμψις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀδ. Β. 136, κτλ.· ― καὶ εἶναι κυρίως, κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 15, ἀγανάκτησις ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσιν, ἀρετὴ οὖσα ἐν μεσότητι μεταξὺ τοῦ φθόνου καὶ τῆς ἐπιχαιρεκακίας, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 5. 19· ἀποδιδομένη εἰς τοὺς θεούς, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 1· μετῆλθεν αὐτὸν ἡ ἐκ τοῦ νόμου ν. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 10· ἀλλὰ καί, 2) ὡς τὸ φθόνος, ζηλοτυπία, ἐκδίκησις, ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐκ θεοῦ ν. Ἡρόδ. 1. 34· τὰν θεῶν ν. ἐκφυγὼν Σοφ. Φ. 518, πρβλ. 620, καὶ ἴδε νεμεσάω· ἐπὶ ἀνθρώπων, φθόνος, Αἰσχύλ. Θήβ. 235. ― Πρβλ. κατωτ. Β. ΙΙ. ὅ,τι προκαλεῖ ἀγανάκτησιν, τὸ ἀντικείμενον δικαίας ἀγανακτήσεως, Ὅμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει οὐ νέμεσις [ἐστί], δὲν ὑπάρχει αἰτία ἀγανακτήσεως, μετ’ ἀπαρ., οὐ γάρ τις νέμεσις φυγέειν κακὸν Ἰλ. Ξ. 80, πρβλ. Ὀδ. Α. 350· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἰλ. Γ. 156· οὕτω, πενθεῖν οὐ χρή· νέμεσις γὰρ Σοφ. Ο. Κ. 1753· πρβλ. νεμεσητὸς Ι. ΙΙΙ. ἐξ ὑποκειμένου, δικαία ἀγανάκτησις ἐπὶ τῷ ἰδίῳ σφάλματι, ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος αἰδῶ καὶ νέμεσιν Ἰλ. Ν. 122, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 198. Β. Νέμεσις, ἡ, ὡς κύρ. ὄνομα, κλητ. Νέμεσι Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 187· ― προσωποποίησις τῆς θείας ὀργῆς, ὅθεν ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 198, συνάπτεται μετὰ τοῦ Αἰδώς: κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θεογ. 223, εἶναι θυγάτηρ τῆς Νυκτός: παρὰ τοῖς Ἀττ., ἰδίως τοῖς Τραγ., παρουσιάζεται ὡς θεὰ τὸν ὑπερόπτην ταπεινοῦσα, τὸν ἐν μεγάλαις εὐτυχίαις τρυφῶντα καταρρίπτουσα καὶ τὴν ἰσορροπίαν τῆς τύχης τῶν ἀνθρώπων ἐπιδιώκουσα καὶ οὖσα τιμωρὸς μεγάλων ἐγκλημάτων, Πινδ. Π. 10. 69, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257· ἄκουε, Νέμεσι τοῦ θανόντος (ὡς τὸ Ἐρινὺς) Σοφ. Ἠλ. 792, πρβλ. 1467· πρβλ. τὸν ὕμνον τοῦ Μεσομήδους εἰς τὴν Νέμεσιν, ἐν Brunck Anal. τ. 2, σ. 292, καὶ ἴδε Ἀδράστεια.
English (Autenrieth)
dat. νεμέσσῖ (-ει), (νέμω, ‘dispensation’): just indignation, anger, censure; οὐ νέμεσις, ‘no wonder,’ Il. 3.156; ἐν φρεσὶ θέσθε αἰδῶ καὶ νέμεσιν, self-respect and a ‘regard for men's indignant blame,’ Il. 13.122, Il. 6.351.
English (Slater)
νέμεσις
a apportionment εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. σέ = Δία: an ambiguous apportionment as regards their true blessings ) (O. 8.86)
b pro pers., she who apportions, fate πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν (sc. οἱ Ὑπερβόρεοι) (P. 10.44)
Greek Monolingual
η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις)
1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή
2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῦ νέμεσις μεγάλη Κροῖσον», Ηρόδ.)
3. ως κύριο όν. Νέμεσις
θεότητα της αρχαίας Ελλάδας, προσωποποίηση της θεϊκής οργής, τιμωρός της αλαζονείας και τών μεγάλων εγκλημάτων
αρχ.
1. αγανάκτηση για άδικη και κακή πράξη, κατάκριση, κατηγορία («νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων ἔσσεται», Ομ. Οδ.)
2. δυσμένεια, έχθρα
3. η ποινική δίωξη και καταδίκη εναντίον κάποιου που παρέβη τους νόμους και κακούργησε
4. ο φόβος κάποιου μήπως παρεκκλίνει από τον νόμο ή από τον ηθικό κανόνα, («ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος αἰδῶ καὶ νέμεσιν», Ομ. Ιλ.)
5. αστρολ. ονομασία του εβδόμου κλήρου, του Κρόνου
6. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θέμα νεμε- του νέμω (πρβλ. γένεσις). Η αρχική σημ. της λ. «διανομή βάσει νόμιμης αρχής, εξουσίας» περιορίστηκε σε εκείνη της απονομής δίκαιης τιμωρίας για αξιόποινη πράξη από τις αρμόδιες αρχές και εξελίχθηκε επί κακῴ στη σημ. «δυσμένεια, έχθρα αποστροφή για παράνομη ή ανήθικη ενέργεια». Η λ. έτσι χρησιμοποιήθηκε με αξία κοινωνική και αντικειμενική, σε αντιδιαστολή με τη λ. αἰδώς, που έχει υποκειμενική σημ. Η λ., τέλος, έλαβε στον Όμηρο και στους τραγικούς τη σημ. της θεϊκής εκδίκησης και τιμωρίας και προσωποποιήθηκε].
Greek Monotonic
νέμεσις: (νέμω), -εως, ἡ, Επικ. δοτ. νεμέσσει·
Α. I. 1. κυρίως, απόδοση αυτού που οφείλεται· απ' όπου, δικαιολογημένη έκφραση θυμού, οργής για οτιδήποτε άδικο, δίκαιη αγανάκτηση, σε Όμηρ.· οργή γι' αυτούς που ανάξια απολαμβάνουν την εύνοια της τύχης, σε Αριστ.
2. λέγεται για τους θεούς, όπως το φθόνος, ζηλοτυπία, αγανάκτηση, οργή, εκδίκηση· ἐκ θεοῦ νέμεσις, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. αντικείμενο δίκαιης αγανάκτησης, σε Όμηρ.· οὐ νέμεσίς (ἐστι), δεν υπάρχει λόγος αγανάκτησης, με απαρ., στον ίδ., σε Σοφ.
III. αγανάκτηση για το κακούργημα που έχω διαπράξει, για το προσωπικό σφάλμα ή παράπτωμα, αίσθημα αμαρτίας, ενοχής, σε Ομήρ. Ιλ. Β. Νέμεσις, ἡ, ως κύριο όνομα, κλητ. Νέμεσι, η Νέμεσις, προσωποποίηση της θεϊκής οργής, σε Ησίοδ.· στους Τραγ., θεά της ανταπόδοσης, της εκδίκησης, αυτή που ταπεινώνει τους υπερόπτες και τιμωρεί τα εγκλήματα.
Frisk Etymological English
-εως
Grammatical information: f.
Meaning: righteous anger, retribution (Il.), also personified (Hes.); on the meaning below.
Derivatives: Νεμέσια n. pl. Nemesisfeast (D.), νεμέσιον n. appellativ. as plantname = ὠκιμοειδές (Ps.-Dsc.); Νεμεσεῖον (-ιον) Nemesistemple (hell. inscr.); νεμεσίτης λίθος m. name of a magic stone (Cyran.; Redard 58). Denominative verbs: 1. νεμεσ(σ)άομαι, -άω, aor. νεμεσ(σ)-ηθῆναι, -ήσασθαι, -ῆσαι, verbal adj. -ητός become unwilling, rage, be perturbed (Il.); analog. after other verbs in -άομαι, -άω (cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 358, Schwyzer 727), -σσ- beside -σ- (thus also νεμέσσι dat. sg. Z 335) also analogical-metrical (not with Schwyzer 321 from τι̯); νεμεσητικός prone to perturbation (Arist.), νεμεσήμων unwilling, perturbed (Call., Nonn.). -- 2. νεμεσίζο-μαι, only present and ipf., id. (Hom.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [763] *nem- attribute
Etymology: Formation in -τις (cf. γένεσις, Λάχεσις; s. on λαγχάνω), often connected with νέμω. So the meaning would be prop. *'the (right) assignment, the attribution, imputatio'; thus perhaps still in the usual ep. expression οὑ νέμεσις (τινί) prop. one cannot attribute (to somebody), i.e. not reproach, that ... (cf. Bischoff Gnomon 15, 549 n. 1). Further hypotheses in Holt Les noms d'action en -σις 75f., Benveniste Noms d'agent 79; also von Erffa Phil. Supp. 30: 2, 30ff. (νέμεσις: αἰδώς), Irmscher Götterzorn 21 ff., Henter Lexis 3, 229f., Martinazzoli Stud. itfilel. N.S. 21, 11ff.
Middle Liddell
νέμεσις, εως, νέμω
I. properly, distribution of what is due; hence a righteous assignment of anger, wrath at anything unjust, just resentment, Hom.: indignation at undeserved good fortune, Arist.
2. of the gods, indignation, wrath, ἐκ θεοῦ ν. Hdt., Soph.
II. the object of just resentment, Hom.; οὐ νέμεσις ἐστί 'tis no cause for wrath that…, c. inf., Hom., Soph.
III. indignation at one's own misdeed, a sense of sin, Il.
B. Νέμεσις, ιος, as prop. n., voc. Νέμεσι, Nemesis, the impersonation of divine wrath, Hes.: in Trag., the goddess of retribution.
Frisk Etymology German
νέμεσις: -εως
{némesis}
Grammar: f.
Meaning: gerechter Unwille, Zorn, Vergeltung (seit Il.), auch personifiziert (seit Hes.); zur Bed. unten.
Derivative: Davon Νεμέσια n. pl. Nemesisfeier (D. u.a.), νεμέσιον n. appellativisch als Pfianzenname = ὠκιμοειδές (Ps.-Dsk.); Νεμεσεῖον (-ιον) Nemesistempel (hell. Inschr.); νεμεσίτης λίθος m. N. eines magischen Steins (Kyran.; Redard 58). Denominative Verba: 1. νεμεσ(σ)άομαι, -άω, Aor. νεμεσ(σ)-ηθῆναι, -ήσασθαι, -ῆσαι, Verbaladj. -ητός unwillig werden, zürnen, sich entrüsten, verübeln (vorw. ep. poet. seit Il.); analogisch nach anderen Verba auf -άομαι, -άω (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 358, Schwyzer 727), -σσ- neben -σ- (so auch νεμέσσι Dat. sg. Z 335) ebenfalls analogischmetrisch (nicht mit Schwyzer 321 aus τι̯); davon νεμεσητικός zur Entrüstung geneigt (Arist.), νεμεσήμων unwillig, ungehalten (Kall., Nonn.). — 2. νεμεσίζομαι, nur Präsens und Ipf., ib. (Hom.).
Etymology: Bildung auf -τις (vgl. γένεσις, Λάχεσις; s. zu λαγχάνω m. Lit.), die von νέμω schwerlich getrennt werden kann. Die Bed. wäre somit eig. *’das (rechte) Zuteilen, die Zurechnung, imputatio’; so vielleicht noch in dem gewöhnlichen ep. Ausdruck οὐ νέμεσις (τινί) eig. ‘man kann (jmdm.) nicht zurechnen, d.h. nicht ver- übeln, daß ...’ (vgl. Bischoff Gnomon 15, 549 A. 1). Lit. und weitere Hypothesen bei Holt Les noms d'action en -σις 75f., Benveniste Noms d'agent 79; dazu noch von Erffa Phil. Supp. 30: 2, 30ff. (νέμεσις: αἰδώς), Irmscher Götterzorn 21 ff., Henter Lexis 3, 229f., Martinazzoli Stud. itfilel. N.S. 21, 11ff. — Weiteres s. νέμω.
Page 2,301
Mantoulidis Etymological
(=δίκαια ἀγανάκτηση, ἐκδίκηση). Νέμεσις, σάν κύριο ὄνομα, εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς θείας ὀργῆς. Ἔχει σχέση μέ το νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza
retribution
Arabic: عِقَاب, اِنْتِقَام; Armenian: հատուցում, վրեժ; Belarusian: адплата, кара, помста, расплата; Bulgarian: отплата, възмездие, мъст; Chinese Mandarin: 報應/报应, 惡報/恶报; Czech: odplata, pomsta, trest, odveta; Danish: gengældelse, straf; Dutch: vergelding; Estonian: tasu, kättemaks; Finnish: rangaistus, kosto; French: vendetta, châtiment, punition; Galician: castigo; Georgian: სამაგიერო, სანაცვლო; German: Vergeltung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌴𐌹𐍄; Greek: ανταπόδοση; Ancient Greek: ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις, ἀντέκτισις, ἀντίποινα, κόλασις, μετατροπή, νέμεσις, παλίμποινα, ποινή, τιμωρία, τιμωρίη, τίσις; Hungarian: megtorlás, büntetés; Irish: agairt, díoltas; Italian: retribuzione, vendetta; Japanese: 報復, 復讐; Korean: 보복(報復), 복수(復讐); Latvian: atmaksa; Lithuanian: atpildas; Macedonian: одмазда, возврат; Malay: balasan; Maori: ngakinga; Norwegian Bokmål: gjengjeldelse; Persian: پادافراه, انتقام; Polish: zemsta, odwet, kara, pomsta; Portuguese: retribuição; Romanian: răzbunare; Russian: возмездие, воздаяние, кара, месть, отплата, расплата; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀дмазда; Roman: òdmazda; Slovak: odplata, pomsta, trest, odveta; Slovene: kazen; Spanish: castigo, retribución; Swedish: vedergällning; Tagalog: gantindusa; Tajik: интиқом; Turkish: intikam; Ukrainian: відплата, кара, покара, помста, розплата