στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἀνάκειμαι ;; ἐπανακρέμαμαι ;; ἐξουσιάζω ;; ἐπαναφέρω ;; ἐπαμφέρω ;; ἀναρτάω ;; ἐξαρτάω ;; ἀρτάω ;; ἀνέρχομαι