мучительно
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
Russian > Greek
λυπηρῶς ;; ἀλγεινῶς ;; ἀνιαρῶς ;; πικρῶς ;; περιφλεγῶς ;; ἐπισμυγερῶς ;; ταλαιπώρως ;; ὀδυρτά ;; σμυγερῶς ;; μοχθηρῶς ;; δυσλόφως ;; βαρυστόνως ;; λυπρῶς ;; βαρέως ;; ἐπαχθῶς ;; χαλεπῶς