ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
λωβάομαι ;; διαλωβάομαι ;; καταικίζω ;; ἀεικίζω ;; διαλυμαίνομαι ;; αἰσχύνω ;; ἀκρωτηριάζω ;; κακόω