διαλυμαίνομαι
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
aor. 1
A διελυμηνάμην E.Or.1515:—maltreat shamefully, τινά Hdt.9.112; Ἑλλάδα δ. E. l.c.; ἵμερός με δ. Ar.Ra.59, etc.
2 cheat grossly, δ. τινὰ ταῖς κοτύλαις Id.Pl.436.
3 falsify, corrupt, τὸ νόμισμα Id.Th.348; of poetry, Id.Ra.1062.
4 ruin, spoil, τὰ πολλὰ Plu.Ant.24: c.dat., Jul.Or.2.54b.
II Pass., Orib.7.20.5: pf. part. διαλελυμασμένος in Hdt.9.112: aor. διελυμάνθην E.Hipp.1349 (lyr.).
Spanish (DGE)
(διαλῡμαίνομαι) 1 c. ac. ref. a pers. maltratar físicamente, vejar, ultrajar τὴν γυναῖκα τὴν Μασίστεω Hdt.9.112, φαρμακευομένην διαλυμαίνεσθαι τὸ σῶμα causar algún daño a su cuerpo por tomar algún brebaje Plu.Lyc.3, cf. Chrys.M.64.828B, en v. pas. ἐς οἶκόν μιν ἀποπέμπει διαλελυμασμένην Hdt.9.112, c. ac. de rel. σάρκας νεαρὰς ... διαλυμανθείς E.Hipp.1344, c. dat. de causa χρησμοῖς ἀδίκοις διελυμάνθην E.Hipp.1349, τις ὑπὸ ῥεύματος ἀπαύστου ... διαλελυμασμένος alguien que sufre de reúma crónico Orib.7.20.5
•fig. τοιοῦτος ἵμερος με διαλυμαίνεται tal es el deseo que me consume Ar.Ra.59.
2 c. ac. de lugar devastar, asolar, ser el azote de σῦς διαλυμαινόμενος τὴν χώραν Arist.Fr.571, ἥτις Ἑλλάδ' ... διελυμήνατο E.Or.1515, τὰς αὑτῶν πατρίδας Isoc.4.110.
3 c. ac. de abstr. menoscabar, ir en detrimento de, echar a perder τὰς ἐπιβολάς Plb.5.111.4, τὴν ... κοινὴν χρείαν Str.17.1.15, ἡ πάντα διαλυμηναμένη ἡδονή Ath.278f, τὰ πολλὰ τῶν πραγμάτων Plu.Ant.24, κρύη μεγάλα διελυμαίνετο τὴν πορείαν grandes fríos dificultaban la marcha Plu.Eum.15, (Ἡρόδοτος) διελυμήνατο τὴν πρᾶξιν Heródoto desvirtuó la acción Plu.2.861a, τὴν ἡδονὴν ὁ κόρος διαλυμαίνεται Gr.Nyss.Ep.18.2, τὴν ἀλήθειαν Basil.M.31.1460A, πολλὰ τῶν Πλάτωνος Dam.Fr.227, ᾧ (τῷ πυρί) τὴν ... διαλυμηνάμενος πόλιν Plu.Luc.32
•en sent. pas. τὰ γὰρ ὀρθῶς βουλευθέντα ... τῷ τοὺς ἐπιστάντας ἄλλως χρήσασθαι διελυμάνθη pues decisiones bien tomadas se ven perjudicadas porque los que tienen el mando las llevan a la práctica de otra manera D.Ep.1.12, τῷ μεγέθει τῶν ἔργων ἡ τῶν λόγων ἀσθένεια Iul.Or.3.54b, οὐδὲν τῷ λόγῳ Basil.M.31.1468A.
4 engañar, timar c. ac. de pers. ἡ καπηλὶς ... ταῖς κοτύλαις ... με διαλυμαίνεται Ar.Pl.436
•falsear c. ac. de cosa τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα Ar.Th.348.
German (Pape)
[Seite 588] dep. med., 1) sehr mißhandeln, schimpflich behandeln; γυναῖκα Her. 9, 112, wo auch διαλελυμασμένη in pass. Bdtg steht; ἵμερός με δ. Ar. Ran . 59; τὴν πατρίδα διαλυμηνάμενοι Isocr. 4, 110; Ἑλλάδα Eur. Or. 1515; öfter bei Plut. – 2) Maaß od. Gewicht verfälschen; τὸ νόμισμα τῶν κοτυλῶν Ar. Th. 348; dah. τινὰ ταῖς κοτύλαις. betrügen, Plut. 436; übertr., Ran. 1060, von dem Verfälschen der Poesie; so πράξεις, Handlungen durch falschen Bericht entstellen, Plut. Anton. 24; vgl. de Her. mal. 24.
French (Bailly abrégé)
I. 1 ruiner, détruire;
2 tromper gravement : τινά τινι AR qqn avec qch;
II. Pass. (part. pf. ion. διαλελυμασμένος) être gravement endommagé ou atteint.
Étymologie: διά, λυμαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λυμαίνομαι, aor. διελυμηνάμην, aor. pass. διελυμάνθην mishandelen; ptc. perf. pass. verminkt:; ἐς οἰκόν μιν ἀποπέμπει διαλελυμασμένην zij stuurde haar verminkt naar huis Hdt. 9.112; overdr.: ἵμερός με διαλυμαίνεται verlangen teistert me Aristoph. Ran. 59. vervalsen:. τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται hij knoeit met de inhoudsmaat van de bekers Aristoph. Th. 348.
Russian (Dvoretsky)
διαλῡμαίνομαι: (aor. pass. διελυμάνθην)
1 обезображивать, увечить (γυνὴ διαλελυμασμένη Her.);
2 губить, уничтожать (Ἑλλάδ᾽ αὐτοῖς Φρυξί Eur.; τὴν πατρίδα Isocr.);
3 мучить, терзать (ἵμερός με διαλυμαίνεται Arph.);
4 обманывать: ταῖς κοτύλαις δ. или τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμά τινα Arph. обмеривать кого-л.;
5 искажать, извращать, портить (τὸ μέγιστον ἔργον αἰτίῃ φαύλῃ Plut.).
Greek Monotonic
διαλῡμαίνομαι: αποθ.:
I. 1. κακομεταχειρίζομαι επαίσχυντα, καταστρέφω ολοσχερώς, αφανίζω, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. εξαπατώ αγρίως, σε Αριστοφ.
3. παραποιώ, παραχαράσσω, διαφθείρω, στον ίδ.
II. δεν απαντά στην Ενεργ., αλλά μτχ. παρακ. διαλελυμασμένος χρησιμ. με Παθ. σημασία, σε Ηρόδ.· αόρ. αʹ διελυμάνθην, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῡμαίνομαι: σφόδρα βλάπτω, καταστρέφω ἐντελῶς, ἀφανίζω, Ἡρόδ. 9. 112· Ἑλλάδα δ. Εὐρ. Ὀρ. 1515· ἵμερός με δ. Ἀριστοφ. Βατρ. 59, κτλ. 2) ἐξαπατῶ μεγάλως, ἀγροίκως, δ. τινα ταῖς κοτύλαις ὁ αὐτ. Πλ. 436. 3) κιβδηλεύω, διαφθείρω, τὸ νόμισμα ὁ αὐτ. Θεσμ. 348· καὶ ἐπὶ ποιήσεως, ὁ αὐτ. Βατρ. 1062. ΙΙ.οὐδεὶς τύπος ἐνεργ. ἀπαντᾷ, ἀλλὰ μετοχ. τοῦ πρκμ. διαλελυμασμένος, μετὰ παθ. σημασ., Ἡρόδ. 9. 112· ἀόρ. διελυμάνθην Εὐρ. Ἱππ. 1350.
Middle Liddell
I. Dep. to maltreat shamefully, undo utterly, Hdt., Eur.
2. to cheat grossly, Ar.
3. to falsify, corrupt, Ar.
II. no Act. occurs, but perf. part. διαλελυμασμένος is used in pass. sense, Hdt.; aor1 διελυμάνθην Eur.