приключаться
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Russian > Greek
ὑπάρχω ;; συνεμπίπτω ;; ὑποπίπτω ;; προστρέχω ;; προσκυρέω ;; προσκύρω ;; ἐπιγίγνομαι ;; ἐπιγίνομαι ;; προστυγχάνω ;; τυγχάνω ;; συμπίτνω ;; περιπίπτω ;; συγκυρέω ;; συμφέρω ;; συναντάω ;; καταλαμβάνω ;; συμπίπτω ;; συντυγχάνω ;; συμβαίνω ;; ἐφίστημι