сетовать
From LSJ
Russian > Greek
ὀδύρομαο ;; διολοφύρομαι ;; ὀϊζύω ;; οἰζύω ;; ἐποΐζω ;; κινύρομαι ;; σχετλιάζω ;; ταλανίζω ;; νεμεσίζομαι ;; ἐπαιτιάομαι ;; δυσφημέω ;; δυσανασχετέω ;; προσολοφύρομαι ;; στεναχίζω ;; κατοιμώζω ;; παράφημι ;; πάρφημι ;; παραίφημι ;; πάρφαμι ;; κατοικτίζω ;; θρηνέω