упрямый
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
Russian > Greek
ἄστομος, περισκελής, σκληροτράχηλος, δυσπαράβουλος, καρτερόθυμος, αὐτόνοος, αὐτόνους, δύστροπος, ἀντίτυπος, ἀγνώμων