ἀπερρωγώς
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
υῖα, ός, (ἀπορρήγνυμι)
A broken, i.e. unsound, unreliable, σημεῖον S.E.M.8.165.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερρωγώς = Luc. разнузданный, Sext. бессвязный, нелепый (ἀπορρήγνυμι).