batter
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
strike: P. and V. κρούειν, κόπτειν, συγκόπτειν (Eur., Cyclops), Ar. and V. παίειν (rare P.), ἀράσσειν, θείνειν.
break: P. and V. ῥηγνύναι, καταρρηγνύναι, ἀπορρηγνύναι, καταγνύναι, συντρίβειν (Eur., Cyclops), Ar. and V. θραύειν (rare P.), V. συνθραύειν, συναράσσειν.
batter down: P. and V. ἀνατρέπειν, κατασκάπτειν, P. κατασείειν, V. ἐρείπειν.