wandering
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. πλανητός (Plato), V. πλανήτης, διάδρομος, πολύδονος, φοιτάς, Ar. and V. νομάς.
substantive
P. and V. πλάνη, ἡ, πλάνος, ὁ, V. πλάνημα, τό, ἄλη, ἡ, ἀλητεία, ἡ, δρόμος, ὁ.
of mind: P. and V. πλάνη, ἡ, V. πλάνος, ὁ, πλάνημα, τό, ἄλη, ἡ (also Plato, Cratylus 421B, where the word is used to supply an etymology); see madness.