comic
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English > Greek (Woodhouse)
adjective
comic actor: P. κωμικὸς ὑποκριτής, ὁ.
laughable: P. and V. γέλοιος, V. γελωτοποιός (Aesch. Fragment), Ar. and P. καταγέλαστος.
comic poet, subs.: P. κωμῳδός, ὁ, κωμῳδοποιός, ὁ, Ar. κωμῳδοδιδάσκαλος, ὁ.