betoken
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. σημαίνειν, φαίνειν, δηλοῦν; see show.
show by signs beforehand: P. and V. σημαίνειν, φαίνειν, V. προσημαίνειν, προφαίνειν.